Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Άρατε πύλας...



Moraitides.jpg
Αλέξανδρου Μωραϊτίδη -Άρατε πύλας


Ο μπάρμπα-Κώστας κατέστη ειδικός όμως εις μίαν υπηρεσίαν σπουδαίαν της Εκκλησίας, διά το οποίον ηγαπάτο από ολόκληρον την πολίχνην. 

Υπεκρίνετο περίφημα τον Άδην το μέγα Σάββατον, κατά την επάνοδον του Επιταφίου.


            Είνε συνήθεια αρχαιοτάτη εις την νήσον, αφού ο Επιτάφιος εν λιτανεία περιέλθη εν ωραίω πανοράματι την ενορίαν όλην, κατά την επιστροφήν να κλείωνται αι πύλαι του ναού και να μη επιτρέπηται η εις αυτόν είσοδος του Επιταφίου. 

Παρίσταται κατά τρόπον παράδοξον η σκηνή της εις Άδου καταβάσεως του Σωτήρος, ως φέρεται τούτο εν τη εκκλησιαστική παραδόσει. Τότε ο πρώτος των εφημερίων, προσεγγίζων εις τας πύλας κελεύει επιτακτικώς κρούων αυτάς και κράζων: «— Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!»


            Ο δε έσωθεν των κεκλεισμένων πυλών παρά τα κλείθρα υποκρινόμενος τον Άδην ερωτά αυθαδώς: «— Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»


            Η επιτακτική κέλευσις ως και η αυθάδης ερώτησις επαναλαμβάνονται εκ τρίτου. Και τότε την τρίτην φοράν ο ιερεύς ωθών ισχυρώς διά του ποδός και των χειρών τας πύλας, αναφωνεί εν κυριαρχική δυνάμει: — Κύριος των Δυνάμεων, αυτός εστιν ο βασιλεύς της Δόξης! Και ανοίγει βασιλικώς και αυταρχικώς τας πύλας; και ούτως εισέρχεται εις τον ναόν ο Επιτάφιος.

***


         Ήδη ο μπάρμπα-Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. Η λιτανεία έστη προ αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο Επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γείνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τας λαμπάδας αναμμένας ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.


         Ο γέρων Οικονόμος τότε αργά-αργά πλην μετά δυνάμεως ικανής, — τους είχε ζωηρεύσει όλους τόσα χρόνια ο ζωηρός τρόπος του μπάρμπα-Κώστα — κελεύει:


— Άρατε πύλας οι Άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!


         Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή:


— Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;


        Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά: — Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.


        Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόκλησιν, ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ' αρχίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου. 

Και ο ιερεύς την τρίτην φοράν εμπνευσθείς και αυτός εκ της εμπνεύσεως του αγαθού κανδηλάπτου εκραύγασεν επιτακτικώτερον το «Άρατε», ως να ήθελε να κατανικήση και την τελευταίαν αντίστασιν του ζωηρού Αδάρχου· και συγχρόνως ώθησε μετά δυνάμεως ασυνήθους τας πύλας διά χειρών και ποδών, επιδοκιμάζοντος του πλήθους. Και πάραυτα ανεώχθησαν πέρα-πέρα μετά πατάγου φοβερού αι πύλαι και κρότου μη ακουσθέντος άλλοτε. Κ' έλαμψαν ιδού οι αναμμένοι του ναού πολυέλαιοι. Ο δε ιερεύς ψάλλων το «ο Μονογενής Υιός . .» ητοιμάζετο να εισέλθη, ότε εξαίφνης και συγχρόνως κραυγαί ηκούσθησαν, κραυγαί ως από δυστυχήματος ανελπίστου.


          Ο μπάρμπα-Κώστας αφιερωθείς εν τη προσφιλεί του απομιμήσει ελησμόνησε μετά την τρίτην ερώτησιν να παραμερίση εις τα πλάγια και τα φύλλα της βαρείας πύλης βιαίως ανοιγέντα τον εκτύπησαν εις τας σιαγόνας, διότι υπεκρίνετο εγγύς της οπής της κλειδός, και τον έρριψαν κάτω εις τας πλάκας βροντήσαντα ως κορμόν δρυός καταπεσούσης υπό καταιγίδος. Ευτυχώς το πάθημα δεν ήτο σοβαρώτερον. Ο μπάρμπα-Κώστας ήτο γερό κόκκαλο, πέντε φοράς θαλασσοπνιγμένος.

Η ιερά τελετή εξηκολούθησεν εν τάξει και έληξεν ωσαύτως εν τάξει. Και αυτή η διαρπαγή των λαμπάδων εγένετο υπό των ναυτών εν τακτική αταξία. 

Πλην τους νησιώτας κατελύπησε το απρόοπτον πάθημα του μπάρμπα-Κώστα, όστις αφού έτυχεν εκεί των πρώτων περιποιήσεων και κατόπιν εν τω οικίσκω του, υπομείνας αφορήτους τωόντι πόνους, και τυχών συντονωτάτης ιατρικής περιθάλψεως, εκ μέρους των επιτρόπων, όμως έκειτο την ημέραν της Αναστάσεως πόνων ακόμη, ως είδομεν, και άνευ οδόντων πλέον. 

Εν τη καταπτώσει έχασε και τας δύο σειράς των οδόντων του. Και ελυπείτο πλέον ο πτωχός και επόνει όχι τόσον διά την απώλειαν των οδόντων, όσον διότι δεν θα υπεκρίνετο πλέον τον Άδην, διότι η έλλειψις των οδόντων θα ηλάττωνε κωμικώς τας πρώτης δυνάμεως τραγικάς ερωτήσεις του.

***
— Δόκθα θοι ο Θεός! Δόκθα θοι ο Θεός!


Πλην μη λυπήσαι· την θέσιν σου θα την έχης πάντοτε εις την Εκκλησίαν και εις την καρδίαν μου.


Θα δέου πάδι το «τιθ εθτίν ούτοθ ο βαθιδεύθ τηθ δόκθηθ»;


Και ανεστέναξε βαθέως.

πηγή: http://filologiko-istologio.blogspot.gr/2013/05/blog-post_7.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου