Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Με αγριοκοίταξε ο παππάς: "και γιατί κατακρίνετε μανδάμ;" με ρώτησε..



Αποτέλεσμα εικόνας για Εξομολόγηση
(το σχέδιο από το inpantanassis.blogspot)

Λοιπόν, ευλογημένο  μου,
στα πλαίσια των εξομολογήσεων
που σου κάνω με την ελπίδα
να δεις τα  πράγματα
λίγο κι'  από  τη δική μου σκοπιά...

(ίσως σε κάτι χρησιμέψει, έστω και για να με κρεμάσεις ανάποδα, προσεχώς, χρησιμοποιώντας στρεψόδικα
 τα ίδια τα λόγια μου, εναντίον μου, 
όπως λέγαμε και τις προάλλες...) 

...θα σου αποκαλύψω ότι –παιδιόθεν- έτρεφα για το ράσο, έναν 
βαθύτατο σεβασμό.

Με είχε νουθετήσει και εμπνεύσει  προς τούτο,  ο αυστηρότατός μου,  γεννήτωρ:

-Κόρη (έτσι, συνήθως  με προσφωνούσε ο συχωρεμένος...), ό,τι  βλέπεις και περπατάει στο δρόμο, με μουστάκια, γένεια  και,  μοιάζει ν’ αργοσαλεύει σα μαύρο φλάμπουρο απάνω σε ( ν)τάπιες πολιορκημένου κάστρου, είν’ καλό και ευλογημένο! έχει Θεό μέσα του, μου τόνιζε.

-Να το σέβεσαι. Να το τιμάς!

Και τον πίστεψα- η βιόλα... Πάντα τα μικρά παιδιά, ακούν’  σαν θεούς 
(έστω και ζοχαδιακούς θεούς) τους γονείς τους, και ό,τι και να ισχυριστούν  εκείνοι οι γονείς στα τέκνα- τον καιρό που τα εξουσιάζουν ψυχή τε και σώματι ως ανήλικα και ανήμπορα να συντηρήσουν τους εαυτούς τους- τα μαυρόπαιδα,  το καταπίνουν αμάσητο. 

Είναι βλέπεις η ανεπίγνωστη, πλην,  παντοδύναμη, η τρεφόμενη απ' τη χρόνια ψυχική -αλλά 
και  σωματική- κυριότατα- επαφή,  η  υποδόρια και παντού διαχεόμενη,  γονεϊκή, έμπρακτη, θυσιαστική, δυσεύρετη αγάπη.

Ο φορέας κάθε πίστης, κάθε ιδεολογίας, έστω άρρωστης έστω και θεόστραβης, πάντα η αγάπη, και χωρίς αγάπη τίποτε δεν μπορεί να μεταδοθεί ούτε καλό ούτε κακό,  και όποιος αυτό δεν το βλέπει ξεκάθαρα, παραμένει  αξημέρωτα νυχτωμένος, περιστεράκι μου, δεν  θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω εις  ευκαιρίαν εκάστην.

Ακόμη και πράξεις μίσους 
μέσ’ απ' την αγάπη προς κάποια σύμβολα
ή πρόσωπα, προκύπτουν στην ιστορία της ζωής των ανθρώπων.

Σεβόμουν λοιπόν τους παππάδες στο μη περαιτέρω, είν' αλήθεια, 
πλην, 
δεν είχα  ούτε την παραμικρότερη απαίτηση να 
σέβονται και μένα οι παππάδες. 

Μη σου πω ότι,  μου φαινόταν αδιανόητη
εκ μέρους μου,  
τέτοια ανήκουστη προσέγγιση.

Για τη δική μου συνείδηση, 
ο Ορθόδοξος  ιερέας ήταν εξ ορισμού,  άγιος. 
Για τη δική μου συνείδηση πάλι, 
εγώ ήμουν εξ ορισμού αμαρτωλή. Παιδιόθεν. 
Από την κοιλιά της μάνας μου, οπωσδήποτε.

Μπροστά στον παππά, λοιπόν, με βάση τη σωστή ή λάθος κατήχηση
 που είχε φυτευτεί στους λογισμούς μου,  έπρεπε να στέκομαι σούζα!

Όπως ο σκύλος μπροστά στο αφεντικό του- κάπως έτσι!

Παρόλο όμως το σεβασμό, 
εν τω βάθει,  ο επιμελώς καταχωνιασμένος παιδικός εαυτός μου, έκανε τα δικά του, σε θέματα επικοινωνίας, έκανε τα δικά του...μου ξέφευγε απ’ τον απόλυτο έλεγχο.. 
η αλήθεια να λέγεται...(εδώ του ξέφευγε  κοτζαμάν απόστολου Παύλου ο απόλυτος έλεγχος επί  του εαυτού του και έγραφε τα σχετικά εξομολογητικά ότι δηλαδή, βλέπει μέσα του, έναν «νόμον της σαρκός, αντιστρατευόμενον τω  νόμω του νοός» του- ε...  πού  να αξιωθούμε  άσπρη μέρα εμείς τα πελελά, τα θυμάσαι, μην επεκτείνομαι...)

Έτσι λοιπόν, μια φορά, 
πριν χρόνια, πηγαίνοντας  για εξομολόγηση σ’ έναν άγνωστό μου, πνευματικό, (το μόνο που γνώριζα, η ενορία και τ’ όνομά του, άντε και η γενική οικογενειακή του κατάσταση, ότι ήταν έγγαμος δηλαδή και Ορθόδοξος λειτουργός,) μάλλον ασυνειδητοποίητα κατ' αρχάς, χωρίς δηλαδή να το πολυσκεφτώ, ένιωσα τη βέβηλη παρόρμηση - η καλλικατζούνα
να δοκιμάσω ξαφνικά την ποιότητα της  διάκρισής του,  
τις ποιμαντικές αντοχές του...

-Τι έχετε να πείτε, μανδάμ;  ξεκίνησε πρώτος και  σοβαρός, όπως όφειλε, εκείνος.
-Τι να πω πάτερ μου; απάντησα ευγενικά. 

-Αμαρτίες, αμαρτίες, αμαρτίες, μιλεούνια αμαρτίες, 
εκ των οποίων η μεγαλύτερή μου, η αχαλίνωτη, 
η ασταμάτητη σαν  νεκροφόρα που της χαλάσαν τα φρένα στον  κατήφορο, 
είναι   η κατάκριση!

Κατακρίνω στον υπερθετικό βαθμό,  πάτερ μου! ξεστόμισα  και ...χαμογέλασα! 

(ναι ...χαμογέλασα! Τι ζόρι τραβάς πάλι; Τι ήθελες, εσύ, δηλαδή;  ήθελες να εκφράσω  το ανόμημά μου, με κλαψιάρικο, μισοκακόμοιρο ύφος δίνοντας  λάθος εντυπώσεις στον ιερέα και κάνοντάς τον  να υποθέσει
ότι είμαι μετανιωμένη, ότι τυγχάνω  λεπτή, ευσεβής  ψυχή και λοιπά κουραφέξαλα; Όχι φίλε μου! ως  τιμία με την Ορθοπραξία, Σαλογραία, 
τέτοιους αποπροσανατολισμούς της κοινής γνώμης, δεν επιθυμώ να τους κάνω!)

Γούρλωσε, εν τω άμα,  το μαύρο σαν κάρβουνο,  βεδουίνικο ματάκι του ο  "πάτερ".
-Και γιατί κατακρίνετε, μανδάμ;  με ρώτησε με αγχώδη τόνο φωνής -φτυστός ο αρχαίος θεός  Δίας, πριν εξαπολύσει στα μωρά κεφάλια των βέβηλων θνητών, το καυτερό του αστροπελέκι.

Διότι μου αρέσει! Ξεφούρνισα  ειλικρινέστατα  την αλήθειά μου, 
 και "έσκασα" εκ δευτέρου,  ένα απροσδιόριστης ερμηνείας, χαμόγελο.

Πώς δεν το έπαθε το εγκεφαλικό επί τόπου, ο καλός άνθρωπος, πραγματικά δεν μπορώ να γνωρίζω. (ήταν και επιβαρυμένος σε θέματα υγείας, ο ιερεύς πληροφορήθηκα εκ των υστέρων...τα περισσότερα ουσιώδη, πάντα 
εκ των υστέρων τα μανθάνομεν..το γνωρίζεις..)

-
Μεγάλη αμαρτία η κατάκριση! βρυχήθηκε  με  αυστηρότητα- τουλάχιστον τριών οικουμενικών Συνόδων- εκείνος (ούτε "τέκνον" του με προσφώνησε, που δεν  μ' αρέσει να τ’ ακούω, ούτε "παιδί" του, που μ' αρέσει ιδιαίτερα, ούτε το όνομά μου ενδιαφέρθηκε να μάθει, τίποτε τίποτε! τέλεια ψυχρότης)... και ξαναρώτησε:

- Κάτι  άλλο;  Έχετε να πείτε κάτι άλλο;

-Δυστυχώς δ..δεεν είχα να πώ κάτι άλλο!

(Αχ αυτές οι λεπτότατες, αόρατες ισορροπίες  μεταξύ των ψυχών, 
πόσο εύκολα θραύονται...)

Το ύφος του με ξύλιασε, μου ‘κοψε κάθε διάθεση για παραπέρα εξαγόρευση.

Η κατάκριση εξάλλου, ήταν το πιο χτυπητό που μπορούσα να θυμηθώ στη συγκεκριμένη περίσταση, καθώς στεκόμουν  ενώπιόν του, το κατά δύναμη ευλαβικά αλλά  και... χαρωπά  κι εκείνος ετοιμαζόταν με πάσα χριστιανική δικαιοσύνη  να με  ξαποστείλει  δια  συνοπτικών  διαδικασιών,  μάλλον προς την κατεύθυνση του προθαλάμου της αιωνίου κολάσεως- μη πάτερ, μη  γένοιτο!

-
Δεν θα κοινωνήσετε την Κυριακή, κυρία! αποφάνθηκε ζυγιάζοντάς με  ιεροεξεταστικά, μετά από πέντε δευτερόλεπτα σκέψης. 
Δεν θα κοινωνήσετε!  ("για να μάθετε να μην εξομολογείσθε με τέτοια  γελαστή αφασία  τα βαρέα αμαρτήματά σας! " διάβασα  υποθετικά, την σιωπηλή σκέψη του..)

-Μάλιστα!
"Βασιλική η διαταγή και τα σκυλιά δεμένα"!

Το είπε ιερέας. Τελεία. 
Πώς να  αμφισβητήσω το κύρος του;

Ο συχωρεμένος ο μπαμπάς, με είχε μάθει να σέβομαι πάνω απ'  όλους, το τιμημένο ράσο, εξάλλου ένας συμμαθητής του είχε καταντήσει  και ηγούμενος στη Μονή του Βουλκάνου στην Μεσσηνία, παραλίγο και ο ίδιος ο μακαρίτης  ο πατέρας μου, να γινόταν αναχωρητής  στα 12 του χρόνια, όταν έφυγε κρυφά απ' το σπίτι, προκειμένου να μονάσει -λόγω υπερβάλλοντος πνευματικού ζήλου "ου κατ' επίγνωσιν", πλην, τον πήραν είδηση οι γονείς, και το γύρισαν πίσω στο σπίτι, το ανήλικο υποψήφιο καλογεράκι.. ( άλλη μικρή ιστορία, αυτή, ίσως  τα γράψω σε προσεχή ανάρτηση).

-Και τι έγινε ύστερα, μανδάμ;
-Ύστερα , ύστερα, μα δεν υπήρξε ύστερα!

Ύστερα
 εκείνον το πνευματικό δεν επεδίωξα ποτέ ξανά,
ιδιαιτέρως  να συναντήσω.
Μόνο, όταν τυχαία τον έβλεπα,  
από μακριά του κουνούσα το μαντηλάκι  
και από κοντά,  του έλεγα:

 -Ευλόγησον πάτερ! 

Τίποτε περισσότερο.
  
Στο εξής ... γνωριζόμαστε  εκ του μακρόθεν..
Και είμαστε  εξ αποστάσεως,  ποοοολύ αγαπημένοι...

-Μωρή σαλογραία, ξαναχάνω για σένα, πάσαν ιδέα!

-Πάλι τα ίδια; Νομίζεις
 ότι μπορείς κατά τα γούστα σου, με επικρτικά σχόλια, 
στα δικά σου μονοπάτια  να με χειραγωγήσεις; Χα!
Σκορδοκαήλα μου είπααα! δε φταίω εγώ,  αν με απομακρύνουν ψυχικώς από κοντά τους,   εξομολόγοι  που λόγω μεγαααάλης δικής  τους αγιότητας- προφανώς- αρνούνται  να καταλάβουν τη χαρά των αμετανόητων "λαδικών"
 ( θα υποτονθόρυζε  και ο Παπαδιαμάντης),  τα οποία "λαδικά"-  όπως η αφεντιά μου καληώρα- ευχαριστιούνται  τα μάλα, όταν "θάβουν", "αντικειμενικώς"  επί προσωπικού-  με ατσάλινα φτυάρια, τους συνανθρώπους τους και δε ντρέπονται να το ομολογήσουν ευθαρσώς στην εξομολόγηση, με τίμημα ωστόσο την επιβάρυνση του ψυχισμού, του ανυποψίαστου  ιερέα που τους ακούει.

Αυτό, εν ολίγοις, υπήρξε  το ένα σκηνικό, αγαπημένο μου.

Αν με αφήσει ο Χριστούλης, και ζήσω...

( διότι τίποτε απολύτως δεν είναι δεδομένο
και αυτονόητο, τα γνωρίζεις, 
τις προάλλες παρατρίχα..

-μιλάμε για εξαιρετικά λεπτή τρίχα-

...να με καταντήσει αιματηρή ευανθόπιττα
ο  οδηγός του τριαξονικού  που μπροστά του δεν έβλεπε και έπεσε πάνω μας εκ των όπισθεν, ενώ εμείς ήμασταν στο φανάρι σταματημένοι, απολύτως ανυποψίαστοι και υπαρξιακώς παντελώς ανέτοιμοι να συναντήσωμεν τον Λυτρωτή της ζωής μας...μιλάμε για θρίλερ! Από σκέτο θαύμα του Αγίου Πνεύματος, βγήκαμε αλώβητοι...)

...μ'  ένα δεύτερο σκηνικό,  στο θέμα της κατάκρισης πάλι,   
θα ξανάρθω κοντά σου..

Προς το παρόν σε κατασπάζομαι θερμά
εν Κυρίω, 
ζητώντας τις ανεξάντλητες, 
χριστιανικές  υπομονές σου.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου